πετσώνω

πετσώνω
μετ.
1) обивать кожей; 2) подбивать, приклеивать подошву; 3) переедать, объедаться;

την πετσώνω — наедаться до отвала;

4) перен. безжалостно избивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πετσώνω" в других словарях:

  • πετσώνω — πετζώνω, ΝΜ [πετσί] επενδύω με δέρμα νεοελλ. 1. δημιουργώ κρούστα, πιάνω πέτσα 2. ναυτ. επικαλύπτω εξωτερικά το σκάφος με σανίδες ή λαμαρίνες 3. δέρνω αλύπητα 4. φρ. α) «τήν πέτσωσα» ή «είμαι πετσωμένος» έφαγα πολύ, παραχόρτασα …   Dictionary of Greek

  • πετσώνω — πέτσωσα, πετσώθηκα, πετσωμένος 1. ντύνω κάτι με δέρμα. 2. μτφ., δέρνω κάποιον αλύπητα. 3. αμτβ., πιάνω πέτσα, κρούστα: Πέτσωσε η πίτα στο φούρνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωλοπετσωμένος — η, ο ευφυέστατος, ικανότατος, αλλά και παμπόνηρος («μην προσπαθήσεις να τόν κοροϊδέψεις, είναι κωλοπετσωμένος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + πετσωμένος < πετσώνω «επενδύω, περιβάλλω με δέρμα» < πετσί] …   Dictionary of Greek

  • πέτσωμα — το, Ν [πετσώνω] 1. η επένδυση, η επικάλυψη με δέρμα 2. δημιουργία κρούστας 3. εξωτερική επικάλυψη τού σκάφους με επάλληλες σειρές σανίδων που καρφώνονται ή με λαμαρίνες που καρφώνονται ή κολλούνται πάνω στους νομείς 3. χρηματική παροχή, από… …   Dictionary of Greek

  • πετζώνω — Μ βλ. πετσώνω …   Dictionary of Greek

  • πετσωτής — ο / πετζωτής, ΝΜ [πετσώνω] αυτός που επιδιορθώνει υποδήματα, μπαλωματής …   Dictionary of Greek

  • πετσωτός — ή, ό, Ν [πετσώνω] αυτός που έχει επενδυθεί με δέρμα …   Dictionary of Greek

  • πέτσωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πετσώνω, το πέτσιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»